
Η υπερπροστατευτικότητα συχνά απαντάται ως γονεική πρακτική και χαρακτηρίζει την ανάγκη των γονιών να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του παιδιού τους πάση θυσία από οποιονδήποτε σωματικό και συναισθηματικό κίνδυνο/πόνο.
Την συγκεκριμένη ανάγκη την εκφράζουν συνήθως οι γονείς που δυσκολεύτηκαν να πετύχουν μία επιθυμητή εγκυμοσύνη, ή που αντιμετώπισαν επιπλοκές κατά την διάρκεια της, αλλά και κατά την διάρκεια του τοκετού ή επειδή οι ίδιοι δεν βίωσαν ποτέ ως παιδιά την ασφάλεια και την αγάπη μέσα στο δικό τους οικογενειακό πλαίσιο. Κατά κάποιο τρόπο υιοθετούν την συγκεκριμένη πρακτική ασυνείδητα, με σκοπό να ανακουφίσουν τις ενοχές και τις τύψεις που βιώνουν, καθώς ενδεχομένως θεωρούν πως όλα αυτά προκλήθηκαν με δική τους υπαιτιότητα ή επειδή θέλουν να προσφέρουν καλύτερα παιδικά βιώματα από αυτά που οι ίδιοι αντιμετώπισαν ή στερήθηκαν ως παιδιά.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών των γονιών είναι το υπέρμετρο άγχος και ο πανικός για την ψυχική και σωματική υγεία του παιδιού τους, η δυσανάλογη αντίδρασή τους σε ένα απειλητικό ή επικίνδυνο ερέθισμα για την ευεξία του, ο υπέρμετρος έλεγχος του περιβάλλοντος στο οποίο ζει το παιδί και η άμετρη παρέμβαση-διευκόλυνση του σε όλα τα επίπεδα.
Κάθε γονιός, με συνείδηση του ρόλου αυτού, αγαπάει το παιδί του και φυσικά επιδιώκει το καλύτερο για την διαβίωσή του και την ευτυχία του. Ωστόσο, η απόλυτη διευκόλυνση της ζωής του παιδιού και η υπερβολική προστασία του από τα πάντα οδηγούν συχνά σε λάθος αποτελέσματα, καθώς με τον τρόπο αυτό το παιδί αισθάνεται ανίκανο, ανάξιο εμπιστοσύνης, αδύναμο να ανεξαρτητοποιηθεί και ανασφαλές σε ότι αφορά την προσωπικότητα και την εικόνα του εαυτού του. Συνήθως, τείνει να αναπτύσσει σχέσεις εξάρτησης και προσκόλλησης, νιώθει ανασφάλεια για τις επιλογές του και μειονεκτικά σε σχέση με τους άλλους, διαμορφώνει χαμηλή αυτοεκτίμηση, καθώς δεν μπορεί να ελέγξει το περιβάλλον του, αδυνατεί να εξελίξει την ανεξαρτησία και την αυτονομία του και τέλος, παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις σε ψυχοκοινωνικές δεξιότητες (επικοινωνία, διαχείριση κρίσεων και επίλυση προβλημάτων, αδυναμία προσαρμογής σε νέα περιβάλλοντα, κοινωνική συστολή, ανωριμότητα, άρνηση λήψης ευθυνών, αναζήτηση βοήθειας, συνεργατικότητα-ομαδικότητα κ.α.) και ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές (άγχος, φοβίες, διαταραχές προσωπικότητας, προβληματική-επιθετική συμπεριφορά, κατάθλιψη κ.α.).
Για να αποφευχθούν αυτές οι συνέπειες είναι σημαντικό να κατανοήσουμε δύο πράγματα. Αρχικά πως σκοπός των γονιών δεν είναι απλώς να εξασφαλίσουν ένα απόλυτα ασφαλές και ευτυχισμένο περιβάλλον για το παιδί τους, αλλά ταυτόχρονα να διδάξουν στο παιδί τους πώς να διατηρήσει αυτό το περιβάλλον μόνο του και πώς να προστατεύει τον εαυτό του από κάθε σωματική και συναισθηματική βλάβη. Και δεύτερον, για να μπορέσει το παιδί να τα πετύχει αυτά θα πρέπει, υπό την επίβλεψη των γονιών, να εκτεθεί και να βιώσει τον όποιον κίνδυνο ή δυσαρέσκεια, ώστε να εξελίξει τις δεξιότητες αυτοπροστασίας και αυτορρύθμισης. Έτσι, θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια του δυναμικά και ενεργητικά, να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων και των επιλογών του, να αισθάνεται ικανό και άξιο να επιτύχει τα βέλτιστα για τον εαυτό και τη ζωή του και να χαράξει την δική του προσωπικότητα, απαλλαγμένη από κάθε είδους εξάρτηση.
Κωστογλίδου Εύη
Ψυχολόγος/Παιδοψυχολόγος
MSc Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση
Θεσσαλονικη κεντρο 2314071232